- κουβέρνο
- τοβλ. γκουβέρνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γκουβέρνο — και κουβέρνο, το 1. διακυβέρνηση 2. τα απαραίτητα εφόδια για τη ζωή 3. διαχείριση, φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ιταλ. ή βενετ.) governo] … Dictionary of Greek
κουβερνάριος — κουβερνάριος, ὁ (M) κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουβέρνο «διακυβέρνηση» (< ιταλ. ή βεν. governo) + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. δρουγγ άριος, σπαθ άριος] … Dictionary of Greek